- συγκαταβιβάζω
- συγκατα-βῐβάζω,A decoy or draw into action, Plb.5.70.8.II transfer accent to final syllable, A.D.Adv.173.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκαταβιβάζω — Α 1. παρασύρω, παραπλανώ 2. γραμμ. μεταφέρω τον τόνο στην τελευταία συλλαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταβιβάζω «κατεβάζω, μεταφέρω τον τόνο από την προπαραλήγουσα στην παραλήγουσα ή στη λήγουσα»] … Dictionary of Greek
συγκαταβιβάσω — συγκαταβιβάζω decoy aor subj act 1st sg συγκαταβιβάζω decoy fut ind act 1st sg συγκαταβιβάζω decoy aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταβιβάζειν — συγκαταβιβάζω decoy pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταβιβάσας — συγκαταβιβά̱σᾱς , συγκαταβιβάζω decoy fut part act fem acc pl (doric) συγκαταβιβά̱σᾱς , συγκαταβιβάζω decoy fut part act fem gen sg (doric) συγκαταβιβάσᾱς , συγκαταβιβάζω decoy aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)